- ταιριαστά
- appropriately
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ταιριαστός — και ταιριαχτός, ή, ό, Ν [ταιριάζω] αυτός που ταιριάζει με κάποιον ή με κάτι, ευάρμοστος, καλά συνδυασμένος (α. «ταιριαστό ανδρόγυνο» β. «ταιριαστά ρούχα»). επίρρ... ταιριαστά Ν κατά τρόπο ταιριαστό, όπως πρέπει … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
εφαρμοστός — ή, ό (Μ ἐφάρμοστος, ον) αυτός που εφαρμόζει ακριβώς, που παρουσιάζει τέλεια εφαρμογή, ο ταιριαστός («εφαρμοστό φόρεμα»). επίρρ... εφαρμοστά ταιριαστά, με τέλεια εφαρμογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς… … Dictionary of Greek
κεκανονισμένως — (Μ) επίρρ. με κανόνα, κανονικά, ταιριαστά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκανονισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κανονίζω «ρυθμίζω, υπάγω σε κανόνα»] … Dictionary of Greek
σύγκολλος — ον, Α 1. συνδεδεμένος με κόλλα, συγκολλημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) σύγκολλα σύμφωνα με κάτι άλλο. επίρρ... συγκόλλως Α 1. σύμφωνα με κάτι άλλο, ταιριαστά 2. φρ. «συγκόλλως ἔχω» συμφωνώ, συναινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κολλος (< κόλλα),… … Dictionary of Greek